-
1 театральный
επ.1. θεατρικός, του θεάτρου•-ое искусство η θεατρική τέχνη•
театральный билет εισιτήριο θεάτρου•
-ая критика η κριτική του θεάτρου•
-ые костюмы τα θεατρικά ενδύματα•
-ое училище σχολή θεάτρου.
2. μτφ. προσποιητός, θεατρινίστικος. -
2 бинокль
τα κυάλια, η διόπτραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бинокль
-
3 бинокль
бинокльм τά κιάλια, ἡ διόπτρα:полевой \бинокль ἡ στρατιωτική διόπτρα; театральный \бинокль τά θεατρικά κιάλια.